- ἀθεμίτου
- ἀθέμιστοςunlawfulmasc/fem/neut gen sgἀθέμιτοςunlawfulmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek
επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… … Dictionary of Greek
μουρντάρεμα — και μουρδάρεμα το [μουρνταρεύω] 1. βρόμισμα, λέρωμα 2. εκτροπή, παρεκτροπή 3. επίψογη πράξη, ιδίως υπεξαίρεση χρημάτων ή επιδίωξη αθέμιτου κέρδους με δόλο, κατεργαριά … Dictionary of Greek
μουρνταρεύω — και μουρδαρεύω [μουρντάρης] 1. βρομίζω, λερώνω, μαγαρίζω 2. φέρομαι ανήθικα, παρεκτρέπομαι 3. κάνω καταχρήσεις οικονομικής φύσεως, υπεξαιρώ ξένα χρήματα, επιδιώκω την απόκτηση αθέμιτου κέρδους με δόλο … Dictionary of Greek
πίτσικος — η, ο, Ν 1. καρπός αθέμιτου έρωτα, νόθος, μπάσταρδος 2. μικρός, ασήμαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pic + κατάλ. ικος (πρβλ. γέρ ικος)] … Dictionary of Greek
συναγωγεύς — έως, ὁ, ΜΑ 1. αυτός που συνάγει, που συγκεντρώνει 2. συνωμότης αρχ. 1. αυτός που συγκαλεί συνέδριο 2. αυτός που συνδέει, που ενώνει («ἔστι δὴ οῡν εἰς τόσον ὁ ἔρως ἔμφυτος ἀλλήλων τοῑς ἀνθρώποις καὶ τῆς ἀρχαίας φύσεως συναγωγεύς», Πλάτ.) 3. αυτός… … Dictionary of Greek
αθέμιτες ενώσεις και εταιρείες — Σύμφωνα με το Σύνταγμα, οι Έλληνες μπορούν να συνεταιρίζονται ελεύθερα χωρίς προηγούμενη κυβερνητική άδεια, αρκεί να εφαρμόζουν τους νόμους του κράτους. Οι σκοποί όμως των ενώσεων αυτών, μολονότι αυτό δεν προβλέπεται ρητά, πρέπει να μην έρχονται… … Dictionary of Greek
τσέπωμα — το, ατος 1. το να βάζει κανείς ή να κρύβει κάτι στην τσέπη του: Τσέπωμα του χιλιάρικου. 2. είσπραξη κέρδους και μάλιστα αθέμιτου: Αφήνει τσεπώματα το εμπόριο όπλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)